- αμάλαχτος
- η , ο1) неразмятый; неразмягчённый; 2) см. αμάλαγος; 3) перен. неумолимый, жестокий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμάλαχτος — η, ο [αμάλακτος] βλ. αμάλακτος … Dictionary of Greek
αμάλαχτος — η, ο βλ. αμάλαγος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμάλαγος — αμάλαγος, η, ο και αμάλαχτος, η, ο 1. αυτός που δε μαλάχτηκε ή δεν μπορεί να μαλαχτεί: Ήταν κερί αμάλαχτο. 2. αυτός που δε θωπεύτηκε, ο αγνός: Πήρε γυναίκα αμάλαγη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)